- στρατοκρατικός
- η , ό[ν] милитаристский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρατοκρατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοκρατία («στρατοκρατική κυβέρνηση»). επίρρ... στρατοκρατικώς και στρατοκρατικά Ν με στρατοκρατικό τρόπο, με στρατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
στρατοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στρατοκρατία: Στρατοκρατικό καθεστώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλιταριστικός — ή, ό [μιλιταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία») … Dictionary of Greek